-
1 луг
-
2 пастбище
-
3 выгон
(пастбище) η βοσκήτο βοσκοτόπιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > выгон
-
4 выгон
выгонм (пастбище) ἡ βοσκή, τό βοσκοτόπι. -
5 выпас
-а α. (διαλκ.)1. βόσκιση, -μα.2. βοσκοτόπι, λειβάδι.
См. также в других словарях:
βοσκοτόπι — το τόπος κατάλληλος για βοσκή, βοσκότοπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μάντρα — και μάνδρα, η (AM μάνδρα, Μ και μάντρα) 1. περιφραγμένος τόπος, ιδίως για σταβλισμό τών ζώων, στάνη, μαντρί, ποιμνιοστάσιο 2. η κοιλότητα τού δαχτυλιδιού στην οποία προσαρμόζεται ο δακτυλιόλιθος 3. (στον τ. μάνδρα) μοναστήρι, μονή νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
κατανέμω — (AM κατανέμω) 1. διαιρώ κάτι σε μέρη ή ομάδες («δέκα δὲ καὶ τοὺς δήμους κατένειμε ἐς τὰς φυλάς», Ηρόδ.) 2. διανέμω, διαμοιράζω (α. «κατένειμε τήν περιουσία του στα παιδιά του» β. «κατανεῑμαι δὲ τὴν χώρην Αἰιγυπτίοισι», Ηρόδ.) αρχ. 1. βόσκω… … Dictionary of Greek
κορταία — κορταία, ἡ (Α) πάπ. βοσκότοπος, βοσκοτόπι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορταία (ενν. γη), με απώλεια τής δασύτητας] … Dictionary of Greek
λειμώνας — ο (AM λειμών, ῶνος) τόπος γεμάτος χλόη, κατάλληλος για βοσκή, λιβάδι, βοσκοτόπι («ἐν μαλακῷ λειμῶνι καὶ ἄνθεσιν ἐαρινοῑσι», Ησίοδ.) αρχ. 1. συνεκδ. κάθε λαμπρή και ανθηρή επιφάνεια 2. το γυναικείο αιδοίο 3. στον πληθ. οἱ λειμῶνες τα άνθη 4. φρ.… … Dictionary of Greek
νομόνδε — (Α) επίρρ. στη βοσκή, προς το βοσκοτόπι («μυκηθμῷ δ ἀπὸ κόπρου ἐπεσσεύοντο νομόνδε», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αιτ. νομόν τού νομός + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. κρήνην δε)] … Dictionary of Greek
τοπιάτικο — το, Ν 1. μίσθωμα για βοσκοτόπι 2. τόπος από όπου προμηθεύονται τα ξύλα για τα καμίνια οι ασβεστάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + κατάλ. ιάτικο, ουδ. τής κατάλ. ιάτικος (πρβλ. μην ιάτικο)] … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
βοσκότοπος — ο το βοσκοτόπι: Τα κοπάδια οδηγούνται στους βοσκότοπους από τους βοσκούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιβάδι — το ιού, τόπος με χορτάρι όπου βόσκουν τα ζώα, βοσκοτόπι: Η χώρα καλύπτεται από καταπράσινα λιβάδια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)